- Παπούα
- Αναφέρονται και με την εξελληνισμένη μορφή Παπούες. Πληθυσμός της Νέας Γουινέας. Το όνομά τους προέρχεται από το μαλαϊκό πουάχ-πουάχ, δηλαδή κατσαρά μαλλιά, επειδή έχουν χαρακτηριστική κόμη, που διακρίνει καθαρά τους Π. από τους μογγολικούς τύπους με τα λεία μαλλιά.
Από πολιτιστική και φυσική άποψη, οι Π. παρουσιάζουν έντονες παραλλαγές, είτε εξαιτίας της επίδρασης του περιβάλλοντος είτε εξαιτίας των επαφών με τους γύρω λαούς που ανήκουν σε πολυνησιακούς και μελανησιακούς κορμούς.
Διακρίνονται δύο ομάδες: οι Π. οι Μελανήσιοι, τυπικοί των ακτών και των νησιών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αρκετά μικρό ανάστημα, κρανίο στενό και μέτωπο σχετικά γυρτό προς τα πίσω, μύτη όχι πλατιά και συχνά κυρτή, χρώμα του δέρματος αρκετά σκούρο και μαλλιά σγουρά με φαρδείς ελικοειδείς σχηματισμούς. Ο πολιτισμός τους είναι κυρίως γεωργικός και έχει πολύ επηρεαστεί και από το μελανησιακό και από τον πολυνησιακό. Οι ορεινοί Π., που μοιάζουν αρκετά με τους προηγούμενους, ζουν στο εσωτερικό της Νέας Γουινέας και χαρακτηρίζονται από έντονα χονδροειδή σωματικά χαρακτηριστικά, όπως οι ισχυρές προεξοχές των υπεροφρύων τόξων. Ο πολιτισμός τους είναι κυρίως ο τυπικός πολιτισμός των κυνηγών, αν και αρκετές ομάδες ασχολούνται με μια υποτυπώδη γεωργία.
* * *και Παπούες, οι1. νεγροειδείς πληθυσμοί τής Νέας Γουινέας και τών γειτονικών νησιών2. φρ. «γλώσσες Παπούα» — ομάδα 700 περίπου γλωσσών που μιλιούνται στην περιοχή τής Νέας Γουινέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαισ. pěpuah «κατσαρομάλλης». Η λ., στον πληθ. Παποῦαι, μαρτυρείται από το 1854 στον Σ. Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.